(ε)κάλεσα
Смотреть что такое "(ε)κάλεσα" в других словарях:
καλέσασ' — καλέσᾱσα , καλέω call aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) καλέσᾱσι , καλέω call aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) καλέσᾱσαι , καλέω call aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακαλώ — κάλεσα, καλέστηκα, καλεσμένος 1. καλώ κάποιον να γυρίσει: Η Γαλλία ανακάλεσε τον πρεσβευτή της. 2. αποσύρω, ακυρώνω: Η τράπεζα ανακάλεσε την απόφαση για πρόσληψη νέων υπαλλήλων. 3. φρ., «Aνακαλώ στην τάξη», κάνω παρατηρήσεις σε κάποιον που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλώ — κάλεσα, καλέστηκα και κλήθηκα, καλεσμένος 1. φωνάζω κάποιον, τον προσκαλώ: Την κάλεσε στο γάμο του. 2. διατάζω κάποιον ως ανώτερη αρχή να πράξει κάτι: Ο υπουργός κάλεσε σε απολογία τους απεργούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλεσάσας — καλεσά̱σᾱς , καλέω call aor part act fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλεσάσης — καλεσά̱σης , καλέω call aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλέσας — καλέσᾱς , καλέω call aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλέσασα — καλέσᾱσα , καλέω call aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλέσασαι — καλέσᾱσαι , καλέω call aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλέσασαν — καλέσᾱσαν , καλέω call aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλέσασι — καλέσᾱσι , καλέω call aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλέσασιν — καλέσᾱσιν , καλέω call aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)